- χαράκωση
- [-ις (-εως)] η1) огораживание (кольями); 2) перен. укрепление окопами; 3) линовка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαράκωση — η / χαράκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χαρακῶ, ώνω] κατασκευή χαρακώματος κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, περιχαράκωση νεοελλ. χάραξη γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα μσν. αρχ. πρόσδεση κλήματος σε χάρακα, σε πάσσαλο στήριξης αρχ. φράχτης από αιχμηρούς… … Dictionary of Greek